εποχιακός

Μεταφράσεις

εποχιακός

(epoçia'kos) αρσενικό

εποχιακή

(epoçia'ci) θηλυκό

εποχιακό

seasonal, epochalsaisonnierمَوْسِمِيّsezónnísæsonbestemtsaisonbedingtde temporada, estacionalkausittainensezonskistagionale季節の계절에 따른seizoens-sesong-sezonowysazonalсезонныйsäsong-ตามฤดูกาลmevsimliktheo thời vụ季节性的сезонниעונתי (epoçia'ko) ουδέτερο
επίθετο
που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη εποχή εποχιακά λαχανικά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.