ερεθίζω
irritate, stimulate, inflameirriter, stimuler (ere'θizo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα) 1. προκαλώ θυμό exciter irriter Η μυρωδιά ερέθισε το σκύλο. L'odeur a excité le chien.
2. προκαλώ κπ διανοητική λειτουργία exciter stimuler ερεθίζω την περιέργεια κάποιου exciter la curiosité de qqn
3. προκαλώ ερωτική ευχαρίστηση
exciter ερεθίζω κπ με το ντύσιμό μου exciter qqn avec ses habits provocants 4. εκνευρίζω
exciter ερεθίζω κπ με τη συμπεριφορά μου exciter qqn avec son comportement 5. προκαλώ ενοχλητικό ερεθισμό
irriter Η κρέμα ερέθισε το δέρμα μου. La pommade a irrité ma peau. Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.