ετήσιος

Μεταφράσεις

ετήσιος

(e'tisios) αρσενικό

ετήσια

(e'tisia) θηλυκό

ετήσιο

annual, yearlyjaraannuelannualeسَنَوِيّkaždoroční, ročníårligjährlichanualvuosittainengodišnji年に一度の, 年一回の연례, 해마다의jaarlijksårligcoroczny, rocznyanualгодовой, ежегодныйårlig, varje årประจำปีyıllıkhàng năm每年的שנתי (e'tisio) ουδέτερο
επίθετο
1. που συμβαίνει μια φορά το χρόνο ετήσια γιορτή
2. που έχει διάρκεια ενός χρόνου ετήσιο συμβόλαιο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.