ζεστός
(ze'stos) αρσενικό
ζεστή
(ze'sti) θηλυκό
ζεστό
warm, heißwarm, hot, genialcálido, caliente, templadochaud, chaleureux, ferventחםciepły, gorącycaldжаркий, тёплый, яркий, теплыйدَافِئteplývarmlämmintopaotiepido暖かい따뜻한warmvarmquentevarmอุ่นılıkấm温暖的 (ze'sto) ουδέτερο
επίθετο 1. που έχει ψηλή θερμοκρασία
chaud ; chaude ζεστό γάλα du lait chaud 2. που προκαλεί άνοδο της θερμοκρασίας
chaud ζεστό ρούχο un vêtement chaud 4. μεταφορικά που δημιουργεί αίσθημα οικειότητας chaleureux chaud ζεστή ατμόσφαιρα une ambiance chaleureuse ζεστό χρώμα une couleur chaude
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.