θεραπευτής
(θerape'ftis) αρσενικό
θεραπεύτρια
thérapeutehealer治疗师治療師 (θera'peftria) θηλυκό
ουσιαστικό που προτείνει θεραπεία σε αρρώστους thérapeute αρσενικό-θηλυκό guérisseur αρσενικό guérisseur θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.