θησαυρός
treasureكَنْزpokladskatSchatztesoroaarretrésorblagotesoro財宝보물schatskattskarbtesouroсокровищеskattสมบัติdefinekho báu财宝 (θisa'vros)
ουσιαστικό αρσενικό 1. συγκεντρωμένα πολύτιμα αντικείμενα trésor αρσενικό το παιχνίδι του θησαυρού la chasse au trésor
2. μεταφορικά πολύ αξιόλογος trésor Αυτό το κορίτσι είναι θησαυρός. Cette fille est un trésor.
τρυφερή προσφώνηση Mon trésor !
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.