καθαριότητα
(kaθari'otita)
ουσιαστικό θηλυκό 1. το να μην έχει κπ βρoμιές propreté θηλυκό λάμπω από καθαριότητα briller de propreté
2. η διαδικασία αφαίρεσης βρoμιάς
nettoyage αρσενικό ημέρα καθαριότητας la journée de nettoyage Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.