καινούριος
(ce'nurjos) αρσενικό
καινούρια
(ce'nurja) θηλυκό
καινούριο
(ce'nurjo) ουδέτερο
επίθετο 1. για κτ νέο σε θέση παλιού nouveau nouvel /-elle καινούριος χρόνος le nouvel an καινούρια διεύθυνση la nouvelle adresse
2. που δεν είναι μεταχειρισμένος
neuf ; neuve nouveau καινούρια παπούτσια des chaussures neuves καινούριος υπολογιστής un nouvel ordinateur 3. πρωτοποριακός
nouveau καινούριες ιδέες des nouvelles idées 4. που μόλις ήρθε
nouveau καινούριο μέλος un nouveau membre
καινούριος
αρσενικό
καινούρια
newneuf, nouveau θηλυκό
ουσιαστικό που μόλις ήρθε
nouveau αρσενικό nouvelle θηλυκό Συμπαθητικός ο καινούριος. Le nouveau est sympathique. Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.