καλλιέργεια
culture (kali'erʝia)
ουσιαστικό θηλυκό 1. οι εργασίες στο έδαφος για να δώσει κπ προϊόν
culture θηλυκό καλλιέργεια δημητριακών la culture de céréales 2. το έδαφος και τα προϊόντα του
culture έχω καλλιέργειες posséder des cultures 3. η παιδεία
culture μουσική καλλιέργεια la culture musicale Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.