καλύπτω

Μεταφράσεις

καλύπτω

coverkovricouvrirيُغَطيpřikrýtdækkezudeckencubrirpeittääpokriti secoprire覆う덮다bedekkendekkepokryćcobrirнакрыватьtäckaคลุมörtmekche phủ覆盖 (ka'lipto)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. σκεπάζω, προστατεύω καλύπτω το πρόσωπό μου
2. αποκρύβω καλύπτω ένα έγκλημα καλύπτω την αλήθεια
3. ικανοποιώ καλύπτω τις ανάγκες κάποιου
4. παρουσιάζω συνολικά καλύπτω ένα θέμα
5. διανύω καλύπτω μεγάλη απόσταση
6. συμπληρώνω καλύπτω το κενό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.