καταρτισμένος

Μεταφράσεις

καταρτισμένος

مُتَدَرِّب

καταρτισμένος

vyučený

καταρτισμένος

uddannet

καταρτισμένος

ausgebildet

καταρτισμένος

trained

καταρτισμένος

capacitado, cualificado

καταρτισμένος

valmennettu

καταρτισμένος

formé

καταρτισμένος

obučen

καταρτισμένος

addestrato

καταρτισμένος

訓練された

καταρτισμένος

훈련 받은

καταρτισμένος

getraind

καταρτισμένος

faglært

καταρτισμένος

wyszkolony

καταρτισμένος

treinado

καταρτισμένος

тренированный

καταρτισμένος

utbildad

καταρτισμένος

ที่ได้รับการอบรม

καταρτισμένος

eğitilmiş

καταρτισμένος

đã được huấn luyện

καταρτισμένος

训练有素的
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.