καταστρέφω

Μεταφράσεις

καταστρέφω

destroy, annihilate, devastate, disrupt, ravage, ruindétruire, ruinerdepredar, arruinar, destruirيُدَمِّرُničit, zkazitødelægge, ruinerezerstörenarruinar, destruirtuhotauništitidistruggere, rovinare破壊する, 荒廃させる파괴하다ruïneren, verwoestenødelegge, ruinerezniszczyć, zrujnowaćразрушать, уничтожатьförstöraทำให้พินาศ, ทำลายmahvetmek, yok etmekphá hủy, tàn phá毁灭, 破坏 (kata'strefo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. κάνω κτ να χαλάσει τελείως Η υγρασία κατάστρεψε τους τοίχους. Ο σεισμός κατάστρεψε το χωριό.
2. φθείρω υλικά ή ψυχικά Το τσιγάρο καταστρέφει την υγεία. Αυτός ο άντρας κατάστρεψε τη ζωή μου.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.