κατατάσσω
classerrank (kata'taso)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα) 1. βάζω κπ σε αξιολογική σειρά
classer Τον κατέταξαν στους προχωρημένους. On l'a classé au niveau avancé. 2. βάζω κπ να κάνει θητεία κάπου enrôler κατατάσσω κπ στο στρατό enrôler qqn dans l'armée
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.