κλεισμένος

Μεταφράσεις

κλεισμένος

(kli'zmenos) αρσενικό

κλεισμένη

(kli'zmeni) θηλυκό

κλεισμένο

مَحْجوزrezervovanýreserveretzurückhaltendreservedreservadopidättyväinenréservénepristupačanriservato控えめの예약되어 있는gereserveerdreservertzarezerwowanyreservadoсдержанныйreserveradไม่แสดงอารมณ์และความรู้สึกayrılmışkín đáo矜持的, 关闭關閉סגור (kli'zmeno) ουδέτερο
επίθετο
1. που τον έχουν κλείσει ή έχει κλειστεί κάπου Είναι κλεισμένος στο μπάνιο.
2. που τον έχουν κλείσει Η πόρτα είναι κλεισμένη.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.