κούνημα
hochementshakeSchüttelnschuddenيهزrysteלנערเขย่า ('kunima)
ουσιαστικό ουδέτερο 1. ταρακούνημα
secousse θηλυκό το κούνημα του αυτοκινήτου les secousses de la voiture 2. γνέψιμο
hochement αρσενικό το κούνημα του κεφαλιού le hochement de la tête Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.