λαϊκός

Μεταφράσεις

λαϊκός

(lai'kos) αρσενικό

λαϊκή

(lai'ci) θηλυκό

λαϊκό

popular, folklaïque, populaireнародный (lai'ko) ουδέτερο
επίθετο
1. που προέρχεται από τον λαό η λαϊκή παράδοση
η αστική μουσική μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
2. σχετικός με φτωχότερα στρώματα λαϊκή συνοικία πάω στη λαϊκή αγορά
3. που δεν καθορίζεται από τη θρησκεία λαϊκό κράτος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.