λαϊκός
(lai'kos) αρσενικό
λαϊκή
(lai'ci) θηλυκό
λαϊκό
popular, folklaïque, populaireнародный (lai'ko) ουδέτερο
επίθετο 1. που προέρχεται από τον λαό populaire du peuple η λαϊκή παράδοση la tradition populaire
η αστική μουσική μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο la musique populaire
2. σχετικός με φτωχότερα στρώματα
populaire λαϊκή συνοικία un quartier populaire πάω στη λαϊκή αγορά aller au marché 3. που δεν καθορίζεται από τη θρησκεία laïque λαϊκό κράτος un État laïque
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.