μαντίλι
handkerchiefmouchoir (ma'ndili)
ουσιαστικό ουδέτερο 1. μικρό ύφασμα για το σκούπισμα της μύτης
mouchoir αρσενικό Είμαι κρυωμένη, έχεις ένα μαντίλι; Je suis enrhumée, aurais-tu un mouchoir ? 2. αξεσουάρ για το λαιμό ή το κεφάλι
foulard αρσενικό μεταξωτό μαντίλι un foulard en soie Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.