μοιρολατρικός
(mirolatri'kos) αρσενικό
μοιρολατρική
(mirolatri'ci) θηλυκό
μοιρολατρικό
(mirolatri'ko) ουδέτερο
επίθετο που αφήνεται στην τύχη του fataliste défaitiste μοιρολατρική αντιμετώπιση une attitude fataliste
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.