μονοπώλιο

Μεταφράσεις

μονοπώλιο

monopolyاحْتِكَارٌmonopolmonopolMonopolmonopoliomonopolimonopolemonopolmonopolio独占독점monopoliemonopolmonopolmonopólioмонополияmonopolระบบผูกขาดtekelsự độc quyền垄断地位, 垄断монопол壟斷מונופול (mono'polio)
ουσιαστικό ουδέτερο
1. δικαίωμα αποκλειστικής εκμετάλλευσης κρατικό μονοπώλιο
2. μεταφορικά απόλυτο δικαίωμα έχω το μονοπώλιο σε κτ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.