μουδιασμένος

Μεταφράσεις

μουδιασμένος

(muðja'zmenos) αρσενικό

μουδιασμένη

(muðja'zmeni) θηλυκό

μουδιασμένο

numb, torpidخَدِرٌztuhlýfølelsesløsempfindungslosentumecidotunnotonengourdiumrtvljeninsensibile感覚のない저린verstijfdnummenzdrętwiałydormenteонемелыйdomnadชาuyuşuk麻木的 (muðja'zmeno) ουδέτερο
επίθετο
που έχει μουδιάσει μουδιασμένα χέρια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.