νοικοκυρά

Μεταφράσεις

νοικοκυρά

housewifeرَبَّةُ الـمَنْزِلُžena v domácnostihjemmegående husmorHausfrauama de casakotirouvafemme au foyerdomaćicacasalinga主婦주부huisvrouwhusmorgospodyni domowadona de casaдомохозяйкаhemmafruแม่บ้านevkadınıbà nội trợ家庭主妇家庭主婦עקרת בית (nikoci'ra)
ουσιαστικό αρσενικό
1. η γυναίκα που δεν εργάζεται Δεν εργάζεται, είναι νοικοκυρά.
2. χαρακτηρισμός τακτικής γυναίκας Είναι πολύ νοικοκυρά.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.