ντύνω

Μεταφράσεις

ντύνω

dress, clothe, accouterيُلْبِسُobléci seklæde sig påankleiden (sich)vestirsepukeutuas’habillerodjenutivestirsi服を着る옷을 입다aankleden (zich)kle (på)ubraćvestir-seодеватьсяklä på (sig)ใส่เสื้อผ้าgiyinmekmặc quần áo穿衣 ('dino)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
φοράω σε κπ τα ρούχα του
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.