ομιλία

Μεταφράσεις

ομιλία

speech, discourse, language, homily, parole, talk, addressparoladodiscurso, conferencia, alocución, habladiscours, conférence, homéliemowa, przemówienieречь, выступление, разговор, обращениеخِطَابprojev, řečtaleAnsprache, Sprechenpuhe, puhekykygovordiscorso演説, 言葉말, 연설speech, toespraakforedrag, talediscursoföredrag, talการพูด, คำปราศรัยhitap, konuşmabài diễn văn, khả năng nói发言речדיבור (omi'lia)
ουσιαστικό θηλυκό
1. προφορικός λόγος Η ομιλία του είναι καλή.
2. λόγος με συγκεκριμένο θέμα Η ομιλία κράτησε μία ώρα.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.