ομιλητικός

Μεταφράσεις

ομιλητικός

(οmiliti'kos) αρσενικό

ομιλητική

(omiliti'ci) θηλυκό

ομιλητικό

talkativeثَرْثَارupovídanýsnakkesaliggesprächigconversadorpuheliasbavardgovorljivloquace話好きな말이 많은praatgraagpratsomrozmownytagarelaразговорчивыйpratsamช่างพูดkonuşkanhay nói爱说话的 (οmiliti'ko) ουδέτερο
επίθετο
που εκφράζεται άνετα και χωρίς δισταγμό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.