οριστικά

Μεταφράσεις

οριστικά

definitively, definitelydéfinitivement, assurémentبالتَّأْكِيدrozhodněbestemtzweifellosindudablementeehdottomastidefinitivnodefinitivamente明確に명확히absoluutabsoluttzdecydowaniedefinitivamenteопределенноdefinitivtอย่างแน่นอนkesinlikledứt khoát肯定地 (oristi'ka)
επίρρημα
τελειωτικά, χωρίς δυνατότητα αλλαγής Χωρίσαμε οριστικά.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.