πάτημα
('patima)
ουσιαστικό ουδέτερο 1. βήμα
pas αρσενικό βαριά πατήματα des pas lourds 2. η πίεση με το χέρι ή το πόδι
pression θηλυκό το πάτημα κουμπιού la pression d'un bouton 3. μεταφορικά πρόφαση
appui αρσενικό prétexte αρσενικό βρίσκω πάτημα trouver un prétexte Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.