πίνω

Μεταφράσεις

πίνω

('pino)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. ρουφάω υγρό πίνω νερό
2. απορροφώ Το χαρτί ήπιε το μελάνι.

πίνω

beuretrikke, drikketrinkendrinkbeber, tomarjuodaboirepitiiszikdrekkaberedzertdrinkendrikkepić, wypićbeber, tomarbeaпитьpit'drickaiçmekيَشْرَبُpít飲む(음료를) 마시다ดื่มuống饮用Пия
ρήμα άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο)
έχω τη συνήθεια να πίνω αλκοόλ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.