παράσιτο
parasiteparasiteparásitoParasitparassitaparasietparasitaالطفيليpasożyt寄生虫寄生蟲parazitparasitטפיל寄生虫기생충parasitพยาธิпаразит (pa'rasito)
ουσιαστικό ουδέτερο 1. αγριόχορτο, ζιζάνιο
plante θηλυκό parasite ξεριζώνω τα παράσιτα déraciner des plantes parasites 2. ενοχλητικοί θόρυβοι που διακόπτουν
(bruit) αρσενικό parasite τα παράσιτα στο ραδιόφωνο des bruits parasites à la radio 3. μεταφορικά τεμπέλης, άχρηστος
parasite αρσενικό παράσιτο της κοινωνίας un parasite de la société Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.