πειράζω

Μεταφράσεις

πειράζω

platease, disturb, mind, kidincitetitaquiner, déranger, faire une blagueirritare, scherzareplagen, grappen makencontrariar, importunar, brincarيُـمَازِجُdělat si legracilave sjovscherzenbromearpilaillašaliti seヤギが子を産む놀리다narrestroić sobie żartyразыгрыватьskojaล้อเล่นşaka yapmakđùa开玩笑 (pi'razo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. ενοχλώ, κάνω κακό Με πειράζει η υγρασία.
2. κοροϊδεύω, κάνω κπ αστείο Σταμάτα να τον πειράζεις.
3. ενοχλώ με λόγια σεξουαλικού περιεχομένου Πειράζει τα κορίτσια στο δρόμο.
4. προσβάλλω Με πείραξαν τα λόγια του.
5. πασπατεύω, αγγίζω Μην πειράζεις την πληγή!
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.