πεισματάρης

Μεταφράσεις

πεισματάρης

(pizma'taris) αρσενικό

πεισματάρα

(pizma'tara) θηλυκό

πεισματάρικο

stubborn, mulish, obstinateعَنِيدtvrdohlavýstædigsturtestarudoitsepäinentêtutvrdoglavostinato頑固な고집 센koppigstaupartyteimosoупрямыйenvisดื้อinatçıbướng bỉnh顽固的 (pizma'tariko) ουδέτερο
επίθετο
1. αμετακίνητος στη γνώμη του Δε θα αλλάξει γνώμη, είναι πεισματάρης.
2. που κάνει πολλά καπρίτσια πεισματάρικο παιδί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.