περικοπή

Μεταφράσεις

περικοπή

اِقْتِبَاس, تَقْلِيلcitát, sníženícitat, nedskæringKürzung, Zitatcutback, quotationcita, recortelainaus, vähentäminencitation, réductioncitat, smanjenjecitazione, taglio引用文, 縮小삭감, 인용문bezuiniging, citaatnedskjæring, sitatcytat, przycięciecitação, reduçãoпонижение, цитатаcitat, nedskärningการลดจำนวนลง, ข้อความอ้างอิงalıntı, azaltmađoạn trích dẫn, sự cắt giảm削减, 引语 (periko'pi)
ουσιαστικό θηλυκό
1. μείωση η περικοπή μισθού
2. τμήμα περικοπή κειμένου
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.