πηγή

Μεταφράσεις

πηγή

pramenQuellesource, fount, spring, fountainfuentelähdesourceforrásmatafontebronźródłofonteizvirkällakaynakисточникизточникkildeמקור (pi'ʝi)
ουσιαστικό θηλυκό
1. το σημείο απ' όπου αναβλύζει νερό η πηγή του ποταμού
2. μεταφορικά η αιτία η πηγή του κακού
3. μεταφορικά προέλευση πηγή πληροφοριών
4. μεταφορικά παλαιότερο ανάγνωσμα που αποτελεί αναφορά σε κπ τομέα ιστορικές πηγές
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.