πηγή
pramenQuellesource, fount, spring, fountainfuentelähdesourceforrásmatafonte泉샘bronźródłofonteizvirkällakaynakисточникизточникkildeמקור (pi'ʝi)
ουσιαστικό θηλυκό 1. το σημείο απ' όπου αναβλύζει νερό
source θηλυκό η πηγή του ποταμού la source du fleuve 2. μεταφορικά η αιτία
source η πηγή του κακού la source du mal 3. μεταφορικά προέλευση
source πηγή πληροφοριών une source d'informations 4. μεταφορικά παλαιότερο ανάγνωσμα που αποτελεί αναφορά σε κπ τομέα
source ιστορικές πηγές des sources historiques Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.