πλάθω
fashion, sculpt ('plaθo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα) 1. ζυμώνω pétrir ζυμώνω το ψωμί pétrir le pain
2. δίνω σχήμα, μορφή façonner πλάθω κουλουράκια façonner des biscuits
3. διαμορφώνω
modeler πλάθω το χαρακτήρα κάποιου modeler le caractère de qqn 4. δημιουργώ créer Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο. Dieu a créé l'homme.
5. φτιάχνω με τη φαντασία μου
inventer πλάθω μία ιστορία inventer une histoire Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.