πλημμυρίζω

Μεταφράσεις

πλημμυρίζω

(plimi'rizo)
ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. (για ποτάμι) ανεβαίνει η στάθμη του νερού Το ποτάμι πλημμύρισε.
2. γεμίζω νερό Το υπόγειο πλημμύρισε.
3. μεταφορικά γεμίζω Το θέατρο πλημμύρισε (από) κόσμο.

πλημμυρίζω

flood, inundateيُغْرِقُ, يَفْيضُrozvodnit se, zaplavitblive oversvømmet, oversvømmeüberlaufen, überschwemmendesbordarse, inundar, inundarsetulviainonderpoplavitiallagarsi, inondare氾濫させる, 氾濫する(...을) 범람시키다, 범람하다onder water lopen, overstromenoversvømmezalać, zostać zalanymalagar, extravasar, inundarзатопить, затоплятьöversvämma, svämma överไหลบ่า ไหลล้น, ท่วมsu baskınına uğramak, su basmakngập, tràn ngập淹没
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
μεταφορικά γεμίζω Μπαλόνια πλημμύρισαν την αυλή. Ένα αίσθημα χαράς με πλημμύρισε.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.