πλοκάμι
tentacle (plo'kami)
ουσιαστικό ουδέτερο 1. καθένας από τους βραχίονες χταποδιού
tentacule αρσενικό τα πλοκάμια του χταποδιού les tentacules de la pieuvre 2. μεταφορικά δίχτυ, παγίδα
tentacule πέφτω στα πλοκάμια της μαφίας tomber dans les tentacules de la mafia Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.