πνίγω

Μεταφράσεις

πνίγω

smother, muffle, overwhelm, stifle, suffocate, drownيَغْرَقُutopit (se)drukneertrinkenahogarhukkuase noyerutopiti seaffogare溺死する익사하다verdrinkendrukneutopić sięafogarтонутьdrunknaจมน้ำsuda boğulmakchết đuối溺水 ('pniɣo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. στραγγαλίζω Τον έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια.
2. θανατώνω κπ κρατώντας τον κάτω από το νερό Τον έπνιξε στο ποτάμι.
3. μεταφορικά γεμίζω πνίγω κπ στα φιλιά
4. μεταφορικά καταπιέζω Αυτή η δουλειά με πνίγει.
5. μεταφορικά καλύπτω, κουκουλώνω πριν γίνει αισθητό πνίγω σκάνδαλο πνίγω μια κραυγή
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.