πνευματικός

Μεταφράσεις

πνευματικός

(pnevmati'kos) αρσενικό

πνευματική

(pnevmati'ci) θηλυκό

πνευματικό

geistig, intellektuell, spirituellintellectual, spiritual, mental, confessor, ghostly, pneumatichenkinen, älyllinen, hengellinenspirituel, confesseur, mental, pneumatique, spirituelle, intellectuelmentale, intellettuale, spiritualegeestelijke, mentaal, intellectueel, spiritueelespiritual, mental, intelectualдуховный, интеллектуальныйرَوحِيّ, فِكْرِيٌّduševní, intelektuálníintellektuel, spirituelespiritual, intelectualduhovan, intelektualan知的な, 精神的な정신적인, 지능의intellektuell, spirituellduchowy, intelektualnyintellektuell, spirituellเกี่ยวกับจิตใจ, ซึ่งมีปัญญาสูงentelektüel, manevithuộc tinh thần, thuộc trí óc智力的, 精神上的 (pnevmati'ko) ουδέτερο
επίθετο
1. διανοητικός η πνευματική κληρονομιά πνευματική απασχόληση
δικαίωμα διανοούμενου πάνω στο έργο του
2. σχετικός με το πνεύμα o πνευματικός πατέρας κάποιου
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.