πνευματώδης

Μεταφράσεις

πνευματώδης

(pnevma'toðis) αρσενικό-θηλυκό

πνευματώδες

witty, humorousفَطِن, فُكَاهِيٌّduchaplný, vtipnýmorsom, vittiggeistreich, humorvollhumorístico, ocurrentehumoristinen, nokkelacomique, findomišljat, humorističanarguto, divertenteユーモアのある, 機知に富んだ유머가 풍부한, 재치 있는gevat, humoristischhumoristisk, vittigdowcipny, humorystycznycómico, cômico, engenhosoостроумный, юмористическийkvick, roligซึ่งใช้คำพูดอย่างมีสติปัญญาและตลก, ตลกขบขันesprili, nüktelihài hước, hóm hỉnh富幽默感的, 诙谐的 (pnevma'toðes) ουδέτερο
επίθετο
έξυπνος πνευματώδες χιούμορ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.