πνεύμονας
lungpoumonpolmoneرِئَةٌplícelungeLungepulmónkeuhkopluća肺폐longlungepłucopulmãoлегкоеlungaปอดakciğerphổi肺 ('pnevmonas)
ουσιαστικό αρσενικό 1. ανατομία καθένα από τα δύο όργανα αναπνοής στο θώρακα
poumon αρσενικό o καρκίνος του πνεύμονα le cancer du poumon 2. μεταφορικά τόπος με πλούσια βλάστηση
poumon πράσινος πνεύμονας le poumon vert Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.