που
(pu)
σύνδεσμος 1. όταν au moment où τότε που βλεπόμασταν au moment où on se voyait
όταν lorsque chaque fois que κάθε φορά που σε βλέπω lorsque je te vois
2. ώστε
que Μιλάει τόσο γρήγορα που κανείς δεν τον καταλαβαίνει. Il parle tellement vite, que personne ne le comprend. 3. σε εκφράσεις θετικής ή αρνητικής εντύπωσης
que Τι ηλίθιος που είναι! Qu'il est stupide !
που
αντωνυμία ο οποίος, η οποία, το οποίο
que Μου αρέσει το φουστάνι που φοράς. J'aime la robe que tu portes.
που
that, which, who, where
επίρρημα όπου où το σπίτι που μεγάλωσα la maison où j'ai grandi
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.