προφίλ
(pro'fil)
ουσιαστικό ουδέτερο άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο) 1. το πρόσωπο όπως φαίνεται από τα πλάγια
profil αρσενικό έχω ωραίο προφίλ avoir un joli profil 2. τα χαρακτηριστικά, οι ικανότητες
profil Ποιο είναι το προφίλ του; Quel est son profil ?
προφίλ
profilprofileperfilProfilprofiloпрофильprofielperfilprofilпрофилProfilprofilprofiiliפרופילprofil
επίρρημα στο πλάι de profil Γύρνα προφίλ. Tourne-toi de profil.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.