πρωτάκουστος

Μεταφράσεις

πρωτάκουστος

(pro'takustos) αρσενικό

πρωτάκουστη

(pro'takusti) θηλυκό

πρωτάκουστο

جَدِيدnebývalýeneståendebeispiellosunprecedentedinauditoennennäkemätönsans précédentbez presedanasenza precedenti先例のない유례 없는ongehoordeneståendebezprecedensowysem precedente, sem precedentesбеспрецедентныйutan motstyckeไม่เคยมีมาก่อนdaha önceden olmamışchưa có tiền lệ空前的 (pro'takusto) ουδέτερο
επίθετο
απίστευτος πρωτάκουστο σκάνδαλο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.