1. σκοπός intention θηλυκό Δεν το έκανα από πρόθεση. Je ne l'ai pas fait exprèsintentionnellement. έχω καλέςκακές προθέσεις avoir de bonnesde mauvaises intentions
2. γλωσσολογία άκλιτο μέρος του λόγου préposition θηλυκό Oι άκλιτες λέξεις «παρά», «από» κ.λπ. είναι προθέσεις. Les mots invariables «παρά», «από» etc. sont des prépositions.
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.