πτώμα

Μεταφράσεις

πτώμα

corpse, bodyplatt, Leicheجُثَّةmrtvolaligcadáverruumiscadavrelešsalma死体시체lijkliktrupcadáverтрупlikซากศพcesetxác chết尸体屍體הגופה ('ptoma)
ουσιαστικό ουδέτερο
1. το σώμα νεκρού πτώμα γυναίκας
2. μεταφορικά πολύ κουρασμένος Γύρισα πτώμα στο σπίτι.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.