πόνος

Μεταφράσεις

πόνος

dolorSchmerz, Wehpain, ache, distress, sorenessdolordouleur, peinefájdalomverkurpijn, wee, zeersmerte, pinebóldor, afliçãoбольağrı, acı, azapأَلَم, أَلَمٌbolestsmertekipu, särkyboldolore痛み고통, 아픔smärta, värkความเจ็บปวดsự đau đớn, sự đau nhứcболкаכאב ('ponos)
ουσιαστικό αρσενικό
1. δυσάρεστη αίσθηση που μας κάνει να υποφέρουμε σωματικά οξύς πόνος απαλύνω τον πόνο
2. μεταφορικά μεγάλη στενοχώρια ο πόνος του χωρισμού
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.