σαράβαλο
chignole, guimbarde, tacot (sa'ravalo)
ουσιαστικό ουδέτερο 1. ξεχαρβαλωμένο παλιό αυτοκίνητο
tacot αρσενικό guimbarde θηλυκό Το αυτοκίνητό μου είναι σαράβαλο. Ma voiture, c'est un vieux tacot. Το πλυντήριό μου έγινε σαράβαλο. Ma machine à laver a été amochée. 2. οικείο σε πολύ κακή κατάσταση claqué/-ée extenué/-ée Γύρισα σαράβαλο από το ταξίδι. Je suis rentré claqué du voyage.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.