σκουπίζω

Μεταφράσεις

σκουπίζω

sweep, wipe, wipe upbalaibalayer, essuyerيَكْنُسُ, يَـمْسَحُutřít, zaméstfeje, tørre opaufwischen, fegenbarrer, limpiar, secarlakaista, pyyhkiämesti, obrisatiasciugare, spazzare掃く, 皿拭きをする닦다, 쓸다opvegen, vegenfeie, tørke opprozciągnąć się, wytrzećenxugar, varrerмести, подтиратьsopa, torka uppเช็ดให้สะอาด, กวาดsilip temizlemek, süpürmeklau sạch, quét, 擦干净 (sku'pizo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. καθαρίζω με τη σκούπα σκουπίζω το πάτωμα
2. στεγνώνω με ύφασμα σκουπίζω τα πιάτα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.