σταμάτημα
остановка停止停止หยุด (sta'matima)
ουσιαστικό ουδέτερο 1. η διακοπή arrêt αρσενικό το σταμάτημα της κυκλοφορίας l'arrêt de la circulation το σταμάτημα της αιμορραγίας l'arrêt du saignement
2. η ακινητοποίηση arrêt το σταμάτημα αυτοκινήτου l'arrêt d'une voiture
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.