στραβώνω
(stra'vono)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα) 1. κάνω κτ να μην είναι ίσιο
tordre στραβώνω το σώμα μου tordre son corps 2. θαμπώνω, τυφλώνω
aveugler Με στράβωσε με τα φώτα του. Il m'a aveuglé avec ses phares.
στραβώνω
ρήμα αμετάβατο (ρήμα) 1. γίνομαι στραβός se déformer Το ξύλο στράβωσε. Le bois s'est déformé.
2. οικείο μεταφορικά δεν πάω καλά ne plus marcher Ο γάμος τους στράβωσε. Leur mariage ne marche plus.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.