συγκεντρώνω

Μεταφράσεις

συγκεντρώνω

gather, concentrate, focus, marshal, musterrassembler, concentrer, réunirيَجْتَمِعُshromáždit (se)samleversammelncongregar, congregarsekerätä yhteenskupitiraccogliere集める...을 (끌어) 모으다verzamelensamlezebraćjuntarсобиратьsamlaรวมตัวกันtoplanmaktập hợp聚集 (sinɟe'drono)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. μαζεύω σε ένα χώρο συγκεντρώνω τα πράγματά μου
2. συλλέγω συγκεντρώνω αποδείξεις
3. προσελκύω, εστιάζω συγκεντρώνω τα βλέμματα πάνω σε κτ συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κτ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Copyright © 2003-2025 Farlex, Inc Αποποίηση ευθυνών
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.