1. μαζεύω σε ένα χώρο rassembler συγκεντρώνω τα πράγματά μου rassembler ses affaires
2. συλλέγω rassembler συγκεντρώνω αποδείξεις rassembler des preuves
3. προσελκύω, εστιάζω réunir concentrer συγκεντρώνω τα βλέμματα πάνω σε κτ réunir les regards sur qqch συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κτ concentrer son attention sur qqch
Ολόκληρο το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής, συμπεριλαμβανομένου του λεξικού, του θησαυρού, της λογοτεχνίας, της γεωγραφίας και άλλων στοιχείων αναφοράς, υπάρχει μόνο για πληροφοριακούς λόγους μόνο. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλήρεις, ενημερωμένες, και δεν έχουν ως στόχο να χρησιμοποιηθούν στη θέση επίσκεψης, σύσκεψης, ή συμβουλής από κάποιον δικηγόρο, ιατρό ή οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία.